Το τέλος της «Kουβανικής Eπανάστασης»;




Η διπλωματική συμφωνία ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και την Αβάνα έχει μεγάλη συμβολική σημασία. Η πραγματική όμως πρόοδος εξαρτάται από ένα φάσμα παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της μορφής και των αποφάσεων της κουβανικής ηγεσίας τα επόμενα χρόνια. Για τους εξωτερικούς παρατηρητές, η Κούβα ξεκίνησε μια ταχεία διαδικασία πολιτικής και οικονομικής αλλαγής στις 17 Δεκεμβρίου 2014.

 


Του Antoni Κapcia


 

Εκείνη την ημέρα, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Κούβας εξέπληξαν τους πάντες ανακοινώνοντας ότι συμφώνησαν να εγκαθιδρύσουν πλήρεις διπλωματικές σχέσεις το ταχύτερο δυνατό και να βάλουν τέλος σε μια ιστορία αμοιβαίου ανταγωνισμού που διήρκησε 54 χρόνια.

Η ανακοίνωση πυροδότησε αμέσως μια σειρά από εικασίες αναφορικά με την εσωτερική κατάσταση στην Κούβα. Είναι γεγονός πως οι περισσότεροι από εκείνους που παρακολουθούν περιστασιακά τα πράγματα στη χώρα θεωρούν όπως φαίνεται ότι η αναγνώριση τερμάτισε επίσης το οικονομικό εμπάργκο που είχαν επιβάλλει οι ΗΠΑ για το ίδιο χρονικό διάστημα, ανοίγοντας την κουβανική αγορά σε αμερικανούς τουρίστες και αμερικανικό κεφάλαιο. Έτσι, επικρατεί ευρύτατα η άποψη πως η επιστροφή της Κούβας στον καπιταλισμό και άρα σε ένα πιο «αμερικανοποιημένο» σύστημα είναι θέμα χρόνου. Μια τέτοια επιστροφή είναι ευπρόσδεκτη από εκείνους που από το 1991 βλέπουν την Κούβα ως έναν αναχρονισμό, δημιουργεί ωστόσο λύπη σε άλλους.

Η επίγνωση ότι το 2018, όταν ο Ραούλ Κάστρο πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του να μην υπηρετήσει ως εκλεγμένος πρόεδρος για πάνω από δύο θητείες, η Κούβα δεν θα κυβερνάται πλέον από έναν Κάστρο, συνέβαλε στην τροφοδότηση αυτών των εικασιών. Συνεπώς, όπως και να το δει κανείς, υπάρχει η άποψη ότι το τέλος «της Επανάστασης» είναι κοντά.

Τα πράγματα δεν είναι βέβαια πάντα όπως φαίνονται. Κατ’ αρχάς, μια ακριβής ιστορία των διπλωματικών σχέσεων που διερράγησαν το 1961 θα έπρεπε να συμπεριλάβει το 1977 ως τη χρονιά που η κυβέρνηση Κάρτερ και η Κούβα συμφώνησαν σε μια μερική αναγνώριση -δημιουργώντας τμήματα ενδιαφέροντος σε πρεσβείες τρίτων χωρών- με στόχο την τελική εγκαθίδρυση πλήρων διπλωματικών σχέσεων. Ο στόχος αυτός εκτροχιάστηκε από τη κυβέρνηση Ρέιγκαν που ανέλαβε τον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο του 1981. Υπό τη στενή έννοια του όρου, λοιπόν, οι διπλωματικές σχέσεις δεν ξανάρχισαν το 2015.


Μια επιφυλακτική διαδικασία

Ωστόσο, η συμβολική σημασία της συμφωνίας δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Έθεσε σε κίνηση τη διαδικασία τερματισμού 50 χρόνων πικρής και ορισμένες φορές βίαιης εχθρότητας και αποτέλεσε μια ισχυρή δήλωση τόσο προς τους αμερικανούς όσο και προς τους κουβανούς πολίτες ότι έφτασε η ώρα να μπει ένα τέλος σε μια παρωχημένη και αντιπαραγωγική ψυχροπολεμική πολιτική. Πράγματι, η απόφαση του Μπάρακ Ομπάμα να δράσει τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, όντας αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο ενός Κογκρέσου που θα το ήλεγχαν οι ρεπουμπλικάνοι, σχεδιάστηκε για να προκαλέσει ένα μη αντιστρέψιμο momentum για αλλαγή που θα επηρέαζε εν τέλει το εμπάργκο. Έτσι, η συμφωνία Ουάσινγκτον-Κούβας συνοδεύτηκε από τρία μέτρα τα οποία τέθηκαν σε ισχύ με προεδρικό διάταγμα, με δύο από αυτά να «σπάνε» το εμπάργκο και να μην αποκλείεται να αμφισβητηθούν δια της νομικής οδού. Σύμφωνα με τα μέτρα αυτά, οι αμερικανικές τράπεζες θα μπορούν να ανοίξουν λογαριασμούς στην Κούβα, οι αμερικανικές εταιρίες που ασχολούνται με το ίντερνετ θα μπορούν να πωλούν καλώδια και εξοπλισμό στη χώρα, ενώ οι κουβανοαμερικάνοι θα δύνανται να στέλνουν απεριόριστα εμβάσματα στους συγγενείς τους στην Κούβα.

Αξιολογώντας τις αλλαγές, η πρώτη επιφύλαξη που πρέπει κανείς να κρατήσει αφορά την επιβίωση του εμπάργκο. Η αιχμή εδώ είναι απλή. Για πολύ καιρό το εμπάργκο υπήρξε ένα πολιτικό κατά κύριο λόγο μέτρο που μολονότι στόχευε αρχικά στην τιμωρία της κουβανικής κυβέρνησης για την εθνικοποίηση αμερικανικής περιουσίας χωρίς επανόρθωση, κατέληξε να αποτελεί μέσο για την εξασφάλιση ψήφων στη εκλογικά σημαντική πολιτεία της Φλόριντα. Αυτή ακριβώς η πολιτική διάσταση καθόρισε, μέσα από το νόμο του Helms-Burton του 1996, ότι οι κυρώσεις θα μπορούσαν να αρθούν μόνο εάν υπήρχε πλειοψηφία 2/3 και στα δύο σώματα του Κογκρέσου, τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Συνεπώς, όποιο και αν είναι το momentum για αλλαγή που υπάρχει, η θεσμική και πολιτική αντίθεση στο τέλος των κυρώσεων καθιστά τη λήξη του εμπάργκο σχετικά μακριά.

Η δεύτερη αίρεση αφορά την επιφυλακτικότητα της Κούβας. Παρά το γεγονός ότι τόσο η κυβέρνηση της χώρας όσο και ο πληθυσμός καλωσόρισαν –και διαμέσου του Βατικανού επιμελώς επεδίωξαν- τη διπλωματική πρόοδο, κανείς δεν διατηρεί ψευδαισθήσεις.

Η Αβάνα έχει έναν μακρύ κατάλογο ζητημάτων που πρέπει να διευθετηθούν πριν κάθε ειλικρινή «κανονικοποίηση» και ειδικότερα μια τεράστια διεκδίκηση για επανορθώσεις για τα 54 χρόνια κυρώσεων και την ιστορία των δολιοφθορών που έγιναν με την ανοχή των ΗΠΑ, την επιστροφή της ναυτικής βάσης του Γκουαντάναμο και την ανάκληση του Cuba Adjustment Act που ψηφίστηκε 1966 και ενθαρρύνει μια σταθερή ροή κουβανών που αναζητούν άσυλο προς τα στενά της Φλόριντα.

Ένα άλλο αίτημα που σχετίζεται με την αφαίρεση της Κούβας από τη λίστα των χωρών που υποστηρίζουν την τρομοκρατία ικανοποιήθηκε προσφάτως από την Ουάσινγκτον.

Υπάρχει και ένα τρίτο πιθανό εμπόδιο που μπορεί να προστεθεί στα παραπάνω. Παρά το γεγονός ότι εμφανίζεται βέβαιος πως θα αποχωρήσει από την προεδρία τον Φεβρουάριο του 2018, ο Ραούλ Κάστρο έχει και έναν άλλο ρόλο στο κουβανικό σύστημα. Είναι ο πρώτος γραμματέας του κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος. Όπως φαίνεται, στην επόμενη πενταετή εθνική συνδιάσκεψη του κόμματος που μάλλον θα πραγματοποιηθεί τον Απρίλιο του 2016, ο Ραούλ θα επιδιώξει μια δεύτερη θητεία ως αρχηγός. Συνεπώς θα εξακολουθήσει να βρίσκεται σε μια θέση που θα του παρέχει κάποια εξουσία, εποπτεία ή ακόμη και έλεγχο μέχρι το 2021, δίνοντας έτσι στο αμερικανικό λόμπι που τάσσεται υπέρ του εμπάργκο όλα τα πολεμοφόδια που χρειάζεται για να διατηρήσει ανέπαφη τη νομοθεσία.

Ο λόγος για τον οποίο ο Ραούλ ενδέχεται να προχωρήσει σε μια τέτοια απόφαση είναι ο εξής: Έχοντας αντιμετωπίσει από το 2007 σημαντική αντίσταση στο εσωτερικό για να περάσει το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων –το οποίο κατ’ ευφημισμόν ονομάστηκε «επικαιροποίηση» ή «εκμοντερνισμός» του συστήματος- δεν πρόκειται πιθανότατα να κάνει στην άκρη και να βλέπει αυτή την εύθραυστη ακόμη διαδικασία να υφίσταται επίθεση, υπό έναν πρόεδρο που δεν θα είχε την ιστορική νομιμοποίηση. Έτσι, μετά από αρκετά χρόνια προσπάθειας να αποδυναμώσει το κόμμα και να το αποτρέψει από το να εμπλέκεται στην διακυβέρνηση –σημειώνεται πως το κόμμα ήταν η πηγή αντίστασης στην κυβερνητική μεταρρύθμιση- ο Ραούλ θα ηγείται πιθανότατα του κόμματος το οποίο θα ενεργεί για να εποπτεύει την κυβέρνηση. Αυτό θα δημιουργήσει μια κατάσταση που έχουμε να δούμε από το 1976: μια σημαντική ίσως διαίρεση των εξουσιών, με διαφορετικούς ανθρώπους να αναλαμβάνουν την προεδρία και την αρχηγία του κόμματος.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, θα πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι η γνώριμη διάκριση που κάνουν τα ΜΜΕ ανάμεσα σε «σκληροπυρηνικούς και μεταρρυθμιστές» δεν είναι πάντα διαφωτιστική.

Κατ’αρχάς, παρά το γεγονός ότι από το 2008 το σύνθημα του Ραούλ ήταν το sin pausa pero sin prisa («χωρίς παύση αλλά και χωρίς βιασύνη»), στο εξωτερικό η προσοχή επικεντρώθηκε στην πρώτη επιταγή, εκείνη της ανυποχώρητης μεταρρύθμισης, αγνοώντας τη δεύτερη που αφορά την ανάγκη να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις με προσοχή. Δεύτερον, ο Ραούλ, ο οποίος από το 2008 διάσχισε με επιμονή το δρόμο προς την περιορισμένη επιτυχία, σε ένα σύστημα που πάντα χαρακτηριζόταν από μια διαδικασία συνεχούς και διαρκούς διαπραγμάτευσης, γνωρίζει με πόνο τις αποχρώσεις της κουβανικής κατάστασης. Ειδικότερα, κατανοεί πως ενώ αρκετοί Κουβανοί επιθυμούν οικονομική αλλαγή, υπάρχουν επίσης πολλοί που φοβούνται ότι μια τέτοια αλλαγή ενέχει τον κίνδυνο να πάρει μαζί της εκτός από τα ξερά και τα χλωρά , δηλαδή τις βασικές αρχές της επανάστασης και τις κοινωνικές παροχές. Συνεπώς, η «μεταρρύθμιση» ήταν και θα παραμείνει ένα ζήτημα που περιλαμβάνει δύο βήματα μπροστά και ένα πίσω.

 

Ένα νέο, παλιό μοντέλο

Στο επίπεδο της καθημερινότητας, οι αλλαγές είναι ήδη εμφανείς στην Κούβα, περισσότερο στην Αβάνα και πολύ λιγότερο στις περιοχές έξω από την πρωτεύουσα. Αυτές οι αλλαγές οφείλονται κυρίως σε μεταρρυθμίσεις που έγιναν πριν την χαλάρωση της αμερικανικής πολιτικής και όχι σε κάποια μαζική εισροή τουριστών ή κεφαλαίου μετά τη συμφωνία, με την εξαίρεση των εμβασμάτων που στέλνουν οι κουβανοί μετανάστες. Για παράδειγμα, η πρόσφατη απελευθέρωση του νόμου περί ιδιοκτησίας -η οποία επιτρέπει την αγοραπωλησία σπιτιών- σε συνδυασμό με τα εμβάσματα έχει ήδη δημιουργήσει ένα κύμα ανανέωσης του αριθμού των κατοικιών στην πρωτεύουσα. Η ενθάρρυνση της αυταπασχόλησης έχει οδηγήσει -και πάλι λόγω των εμβασμάτων- στην άνθιση μικρών, συνοικιακών, μονοπρόσωπων επιχειρήσεων, τεχνικών δραστηριοτήτων και ιδιωτικών εστιατορίων, τα οποία υποβοηθήθηκαν από την μεγαλύτερη πρόσβαση που απέκτησαν οι Κουβανοί σε κεφάλαια και αγαθά αλλά και από την απελευθέρωση των ταξιδιών στο εξωτερικό μετά το 2012.

Ωστόσο κανείς δεν θα πρέπει να περιμένει μια διαδικασία μαζικών ιδιωτικοποιήσεων ευρωπαϊκού τύπου καθώς η κουβανική κυβέρνηση καθιστά σαφές πως οι τομείς κλειδιά της οικονομίας και του κράτους πρόνοιας θα παραμείνουν σαφώς σε κρατικά χέρια.

Ο Ραούλ έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν εξελέγη για να καταστρέψει –όπως είπε- «την Κουβανική Επανάσταση». Είναι λοιπόν πιθανό πως τα βασικά σημεία του συστήματος που διαμορφώθηκε στη χώρα μετά το 1961 θα παραμείνουν σε μεγάλο βαθμό ανέπαφα, τουλάχιστον για όσο καιρό ο Ραούλ θα έχει την ευθύνη. Τα παραπάνω θα μπορούσαν κάλλιστα να συνεπάγονται την προσπάθεια δημιουργίας ενός μοντέλου που θα έμοιαζε κάπως με μια επιστροφή στην «Επανάσταση», έτσι όπως υπήρχε πριν την παρέμβαση και των δύο πλευρών του Ψυχρού Πόλεμου για να διαμορφώσουν και σε ένα βαθμό να περιορίσουν τη διαδικασία προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Σε ένα τέτοιο μοντέλο, το κράτος θα ηγείται αποφασιστικά μιας οικονομίας που θα περιλαμβάνει έναν μεγάλο τομέα ιδιωτικής ιδιοκτησίας μικρής κλίμακας στην γεωργία και το αστικό εμπόριο. Πράγματι, ένα τέτοιο μοντέλο δεν απέχει πολύ από αυτό που επιθυμούν σε αυτή τη φάση οι περισσότεροι Κουβανοί.

Σε περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο, πρέπει να είναι σαφές το εξής. Όσο και αν διευρυνθεί ενδεχομένως το πολιτικό σύστημα τους επόμενους μήνες και τα επόμενα χρόνια –πολλοί εικάζουν ότι το 2016 μπορεί να δούμε τοπικές εκλογές με παραπάνω από έναν υποψήφιους ή ακόμη και μια μετονομασία του κόμματος για να υποδεχθεί μια τέτοια διεύρυνση- το υπάρχον μονοκομματικό σύστημα δεν θα πρόκειται να αλλάξει βραχυπρόθεσμα. Τουλάχιστον για όσο καιρό η απειλή ότι οι ΗΠΑ ακόμη επιδιώκουν «αλλαγή καθεστώτος» θεωρείται πραγματική. Ας μην ξεχνάμε πως ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι χαιρέτισε το άνοιγμα της αμερικανικής πρεσβείας στην Αβάνα με την παρατήρηση ότι το τέλος της απομόνωσης της Κούβας υποκινήθηκε από την επιλογή των ΗΠΑ να επιτύχουν τους ίδιους στόχους με πριν αλλά με διαφορετικά μέσα. Το μότο, λοιπόν, για όσους θα παρακολουθούν τι συμβαίνει στο κουβανικό σύστημα τους επόμενους μήνες και τα επόμενα χρόνια πρέπει να είναι για ακόμη μια φορά το εξής: Sin pausa pero sin prisa.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Opendemocracy.net, Νοέμβριος 2015.

 

Για τον συγγραφέα

Ο Antoni Kapcia είναι καθηγητής και επικεφαλής του Κέντρου Έρευνας για την Κούβα στο Πανεπιστήμιο του Νότινχαμ.