Τραμπ και Ιερουσαλήμ, μια πράξη πολιτικής πυρομανίας




Για 70 χρόνια, οι ΗΠΑ είχαν ευθυγραμμίσει –τουλάχιστον τυπικά– τη θέση τους για την Ιερουσαλήμ με αυτή της διεθνούς κοινότητας και του διεθνούς δικαίου. Σύμφωνα με το Ψήφισμα 181 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, στις 29 Νοεμβρίου 1947, το οποίο υποστήριζε τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης, η Ιερή Πόλη ανακηρύχθηκε σε «corpus separatum υπό ειδικό διεθνές καθεστώς». Η κατάκτηση της Δυτικής Ιερουσαλήμ από το Ισραήλ, κατά τη διάρκεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου του 1948, και η προσάρτηση της Ανατολικής Ιερουσαλήμ από την Ιορδανία το 1950, δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ.


Tου Mouin Rabbani


Το Ισραήλ κατέλαβε τη Δυτική Ιερουσαλήμ το 1967. Το 1980, η Κνέσετ πέρασε έναν νόμο που διατεινόταν ότι η Ιερουσαλήμ «ολόκληρη και ενωμένη είναι η πρωτεύουσα του Ισραήλ». Η Απόφαση 478 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ έκρινε αυτόν τον νόμο «άκυρο και ανυπόστατο».

Με άλλα λόγια, εν αναμονή μιας λύσης –που θα βασιζόταν είτε στην εγκαθίδρυση μιας διεθνούς διοίκησης, όπως οριζόταν από το ψήφισμα της διχοτόμησης, είτε σε μια διαφορετική διευθέτηση, όπως μια συμφωνία ειρήνης με τη στήριξη του ΟΗΕ–, θεμελιακή αρχή της διεθνούς κοινότητας για την Ιερουσαλήμ από το 1947 ήταν ότι δεν αναγνωρίζει καμία διεκδίκηση κυριαρχίας επί της πόλης, ούτε συνολικά ούτε μερικώς.

Από το 1948, η συγκεκριμένη αρχή υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε από όλες τις διοικήσεις του ΟΗΕ. Αυτός είναι ο λόγος που τα περισσότερα κράτη, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ, τοποθέτησαν τις πρεσβείες τους στο Τελ Αβίβ και όχι στη Δυτική Ιερουσαλήμ.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ορισμένοι υποψήφιοι Πρόεδροι των ΗΠΑ, διακήρυτταν συχνά την πρόθεσή τους να αναγνωρίσουν την κυριαρχία του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ και να μεταφέρουν την αμερικανική πρεσβεία εκεί. Όμως τέτοιου είδους διακηρύξεις δεν έγιναν μέχρι στιγμής πραγματικότητα.

Η απόφαση του Τραμπ είναι μια δραματική ρήξη στην επί επτά δεκαετίες πολιτική των ΗΠΑ και στην παγκόσμια πολιτική, μια κίνηση η οποία επιδιώκει να ξαναγράψει μονομερώς το διεθνές δίκαιο και να προκαθορίσει το τελικό αποτέλεσμα των ισραηλινο-παλαιστινιακών διαπραγματεύσεων.

Αυτή η ρήξη συνιστά μια προμελετημένη πράξη πολιτικής πυρομανίας, με απρόβλεπτες τοπικές, περιφερειακές και παγκόσμιες συνέπειες.

Υπάρχει μια επιπλέον στροφή: το 1989, το Ισραήλ νοίκιασε μια έκταση γης στις ΗΠΑ για να χτίσουν την πρεσβεία τους στην Ιερουσαλήμ. Εκτεταμένη έρευνα από τον ιστορικό Walid Khalidi έδειξε όχι μόνο ότι το 70% αυτής της έκτασης έχει κατασχεθεί από Παλαιστίνιους πρόσφυγες, αλλά και ότι οι κληρονόμοι των αρχικών ιδιοκτητών ήταν πλέον αμερικανοί πολίτες.

Το αμερικανικό Κογκρέσο πέρασε το 1995 νομοθεσία, η οποία αναγνώριζε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και όριζε προς την αμερικανική κυβέρνηση τη μεταφορά της πρεσβείας της εκεί. Το μέτρο πέρασε με μεγάλη διακομματική στήριξη, με την ενθάρρυνση του Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος τότε ηγείτο της ισραηλινής αντιπολίτευσης, και της Αμερικανοϊσραηλινής Επιτροπής Δημοσίων Υποθέσεων (AIPAC), οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι να δυναμιτίσουν τις διαδικασίες του Όσλο.

Η τωρινή κρίση υφίσταται επειδή ο Λευκός Οίκος καλείται να υπογράφει κάθε έξι μήνες μια απόφαση για την αναβολή μεταφοράς της πρεσβείας, και αυτή τη φορά ο Τραμπ δεν την υπογράφει.

Με δεδομένα το χάος και τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, δεν είναι εύκολο να προβλέψει κανείς πώς θα αντιδράσουν τα αραβικά κράτη και οι δυνάμεις της περιοχής. Ούτε είναι εύκολο να προβλεφθούν ποιες θα είναι οι συνέπειες για τους ηγέτες τους αν αποτύχουν, ατομικά και συλλογικά, όπως πολλοί αναμένουν, να δώσουν μια άμεση, δυναμική και ενεργητική απάντηση. Η πανικόβλητη απεύθυνση προς τον Τραμπ πολλών από τους κοντινότερους συμμάχους του, δείχνει ότι φοβούνται πραγματικά.

Η αμερικανική αναγνώριση της κυριαρχίας του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ δίνει ένα ακράδαντο μήνυμα ότι η Ουάσιγκτον απορρίπτει όχι μόνο το μοντέλο της λύσης των δύο κρατών αλλά και το δικαίωμα των Παλαιστινίων για εθνικό αυτοπροσδιορισμό, στηρίζοντας τη μόνιμη ισραηλινή κυριαρχία και τον διωγμό των Παλαιστινίων.

Δηλώνει επίσης ότι η Ουάσιγκτον στηρίζει μόνο τα εβραϊκά δικαιώματα στην Ιερή Πόλη, και απορρίπτει τα χριστιανικά και μουσουλμανικά δικαιώματα. Ένα από τα θετικά ίσως να είναι ότι θα δώσει ένα οριστικό τέλος στην άγονη ισραηλινο-παλαιστινιακή διπλωματία υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, η οποία έχει λειτουργήσει εξυπηρετώντας αποκλειστικά τον ισραηλινό έλεγχο στις κατεχόμενες περιοχές.

Όσον αφορά την παλαιστινιακή απάντηση, σε κοινωνικό επίπεδο οι Παλαιστίνιοι, κατά πάσα πιθανότητα, θα απαιτήσουν από την ηγεσία τους να ακυρώσει τις Συμφωνίες του Όσλο, να αποσύρει την αναγνώριση του Ισραήλ του 1993, και να διακόψει τόσο τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον, όσο και τη συνεργασία ασφαλείας με το Ισραήλ.

Αν ο Μαχμούντ Αμπάς επιχειρήσει να αποφύγει την πολιτική σύγκρουση ή να εμποδίσει τους Παλαιστίνιους να αντιδράσουν, θα του κοστίσει ακριβά. Όμως, λίγοι περιμένουν από αυτόν να συγκρουστεί ουσιαστικά με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.

Οι επιπτώσεις στη «διαδικασία ειρήνευσης», ωστόσο, θα είναι μικρές για τον απλό λόγο ότι αυτή έχει πάψει εδώ και καιρό να υφίσταται και δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για την αναβίωσή της.

Η εκδοχή του Τραμπ για τον Μέττερνιχ, ο γαμπρός του Τζάρεντ Κούσνερ, δεν έχει πετύχει μέχρι στιγμής τίποτα. Αυτό λέει όλα όσα χρειάζεται να ξέρουμε για το τι πιστεύουν ο ίδιος και η ομάδα του, που είναι ενεργοί υποστηρικτές της ισραηλινής επιχείρησης εποικισμού των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών: ότι αυτή η αλλαγή πολιτικής θα θεμελιώσει μια μεσανατολική εκδοχή του Κονσέρτου της Ευρώπης.

Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Jadaliyya, στις 6 Δεκεμβρίου 2017.

Για τον συγγραφέα

Ο Mouin Rabbani είναι συνεργάτης του Middle East Report. Έχει δημοσιεύσει εκτενή άρθρα για παλαιστινιακά ζητήματα και την ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη. Ήταν κύριος αναλυτής για τη Μέση Ανατολή στο International Crisis Group. Παλαιότερα είχε εργαστή ως Διευθυντής στο Palestinian American Research Centre. Είναι συν-εκδότης του Jadaliyya Ezine.