Δημογραφικά δεδομένα δείχνουν ότι η φτώχεια και ο αναλφαβητισμός δεν είναι οι παράγοντες κλειδιά στη γενοκτονία γυναικών, όπως πολλοί θεωρούν. Η επιβίωση των κοριτσιών καθορίζεται από μια πατριαρχική πολιτική ελέγχου του πλούτου.
Της Rita Banerji
Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης
Το πρόγραμμα του πρωθυπουργού Μόντι “Beti Bachao, Beti Padao” (Σώστε τα Κορίτσια, Μορφώστε τα Κορίτσια), που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2015, σηματοδότησε την πρώτη φορά από την εποχή της ανεξαρτησίας που η ινδική κυβέρνηση είχε φέρει το ζήτημα της γενοκτονίας των γυναικών σε δημόσια καμπάνια. Βρετανικά δημογραφικά δεδομένα του 18ου αιώνα είχαν αποδώσει τη στρεβλή αναλογία φύλων της Ινδίας στη βρεφοκτονία κοριτσιών και σε άλλες μορφές γυναικοκτονίας, όπως το σάτι (1), αλλά μετά την ανεξαρτησία οι επόμενες κυβερνήσεις παρέμειναν περιέργως αδιάφορες για το ζήτημα ακόμα και όταν αυτό πήρε διαστάσεις επιδημίας.
Η πρωτοβουλία του Μόντι δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη, δεδομένου ότι στην πολιτεία Γκουαχαράτ είχε καταγραφεί η χαμηλότερη Αναλογία Φύλων Παιδιών (ΑΦΠ) για τα κορίτσια κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πολιτειακού υπουργού.
Οι απόψεις του Μόντι για τις γυναίκες έχουν συχνά εξαγριώσει τους ακτιβιστές για τα δικαιώματα των γυναικών, όπως για παράδειγμα όταν απέδωσε το υψηλό ποσοστό υποσιτισμένων κοριτσιών της πολιτείας του στη δίαιτα και στα κελεύσματα της μόδας. Όμως, η καμπάνια «Σώστε τα Κορίτσια» επί πρωθυπουργίας του φαίνεται να έχει τη σφραγίδα της ανεξάρτητης σκέψης της Μανέκα Γκάντι (Υπουργού Ανάπτυξης για τις Γυναίκες και τα Παιδιά) πάνω στα ζητήματα των γυναικών.
Ο Μόντι παρατήρησε ότι η γενοκτονία των γυναικών είναι μία εθνική «κρίση», αλλά η έκκλησή του να αφήσουν τα κορίτσια να ζήσουν και να τα μορφώσουν σχολιάστηκε περισσότερο με τους όρους ότι «ο πρωθυπουργός … ικετεύει για τις ζωές των θυγατέρων» παρά με τη γλώσσα των δικαιωμάτων.
Η γυναικτονία στην Ινδία αποδίδεται ευρέως στη φτώχεια και τον αναλφαβητισμό, παρ’ όλο που τα δεδομένα και τα γεγονότα λένε άλλα πράγματα. Όπως δείχνουν τα πιο πρόσφατα δημογραφικά δεδομένα του 2011, η ΑΦΠ, που είναι η αναλογία κοριτσιών προς αγόρια από τη γέννησή τους έως την ηλικία των 6 ετών, είναι καλύτερη μεταξύ των φτωχότερων και λιγότερο μορφωμένων κοινοτήτων. Παγκοσμίως μια ΑΦΠ 950 κοριτσιών προς 1000 αγόρια θεωρείται «φυσιολογική».
Η ΑΦΠ στην Ινδία χειροτερεύει με την αύξηση του πλούτου και της μόρφωσης. Οι πλουσιότερες πολιτείες έχουν ΑΦΠ 850 και κάτω –πολύ χαμηλότερο από το εθνικό 914 της απογραφής πληθυσμού του 2011– και το χαμηλότερο απο την εποχή της ανεξαρτησίας της Ινδίας.
Αυτή η συσχέτιση της αύξησης του πλούτου με την αντίστοιχη αύξηση στο ποσοστό θανάτωσης κοριτσιών της ηλικιακής ομάδας 0-6 ετών επιβεβαιώνεται σε όλο το φάσμα: σε γειτονιές, διαμερίσματα, χωριά, πόλεις και πολιτείες.
Ακόμα και μια σύγκριση βάσει θρησκείας αποκαλύπτει ότι οι χειρότερες ΑΦΠ συναντώνται μεταξύ των πλουσιότερων κοινοτήτων: των Σιχ και των Τζάιν. Αντίστροφα, οι υψηλότερες ΑΦΠ καταγράφονται στις κοινότητες των χαμηλότερων καστών και φυλών που είναι οι φτωχότερες και οι λιγότερο μορφωμένες.
Όμως ακόμα και μέσα στις φυλές, όταν υπάρχει πρόσβαση στον πλούτο μέσω της μόρφωσης και της εργασίας, υπάρχει αντίστοιχη πτώση στην ΑΦΠ. Η Κεράλα, με το μητρογραμμικό της παρελθόν και χωρίς ιστορικό βρεφοκτονίας γυναικών, είχε υψηλότερη από τον εθνικό μέσο όρο ΑΦΠ, γεγονός που πάντοτε αποδιδόταν στο υψηλό ποσοστό αλφαβητισμού (σχεδόν 92%). Όμως, με την απογραφή του 2011 και η Κεράλα επίσης εμφάνισε πτώση του 8,44% στην ΑΠΦ, με αναφορές για καλπάζουσες εμβρυοκτονίες και βρεφοκτονίες. Αυτά τα στοιχεία συμπίπτουν με την εισροή πλούτου (σχεδόν 20 δισεκατομμύρια δολάρια/έτος), σε αυτή την ιστορικά κομμουνιστική πολιτεία, από Ινδούς που εργάζονται στο εξωτερικό.
Γιατί αυτή η πιεστική παρόρμηση να απαλλάσσονται από τι θυγατέρες, ειδικά σε συνθήκες ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας; Η απάντηση είναι η προίκα – η ύπουλη, μισογυνιστική, πατριαρχική πολιτική της ιδιοκτησίας και της κατανομής του πλούτου.
Όσο περισσότερο πλούτο συσσωρεύει μια οικογένεια, τόσο περισσότερο αφιερώνεται στην πατριαρχική διατήρηση αυτού του πλούτου και βλέπει τις θυγατέρες σαν απειλή προς αυτόν τον σκοπό. Πράγματι, όσο πιο μορφωμένη είναι μια θυγατέρα και πλουσιότερη η οικογένεια, τόσο μεγαλύτερη προίκα αναμένεται να δώσει. Την προίκα την βλέπουν σαν ένα τρόπο να ξεφορτωθούν μια θυγατέρα η οποία μετά δεν θα μπορεί να διεκδικήσει τίποτα περισσότερο από την οικογενειακή κληρονομιά, αλλά εξαιτίας της μόρφωσής τους, οι θυγατέρες όλο και περισσότερο πολεμούν για το νόμιμο μερίδιό τους στη γονεϊκή περιουσία.
Από την άλλη, ο άντρας θεωρείται ότι έχει αυτονόητο δικαίωμα όχι μόνο στην περιουσία των γονιών του αλλά και στον πλούτο των γονιών της συζύγου του. Ένας γιός είναι το μέσο της εύκολης απόκτησης πλούτου: όσο πιο μορφωμένος είναι τόσο μέγαλύτερη προίκα νοιώθει η οικογένειά του ότι δικαιούται να απαιτήσει.
Πράγματι, υπάρχουν πίνακες αξιών προίκας που ανταλλάσσονται φανερά και παραθέτουν άφθονες ποσότητες μετρητών, πολυτελών αυτοκινήτων, ακίνητης περιουσίας, χρυσών και διαμαντένιων κοσμημάτων σε κιλά. Και όντως, οι πλουσιότερες γειτονιές καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά βίας, φόνων και αυτοκτονιών που σχετίζονται με την προίκα.
Παρ’ όλα αυτά, αυτή η σαφής συσχέτιση πλούτου και μόρφωσης με τη γενοκτονία των γυναικών δεν είναι το χάσμα μεταξύ των κακών πλουσίων και των ευσεβών φτωχών.
Οι παράγοντες που διασώζουν τα κορίτσια στις φτωχότερες και πιο αναλφάβητες κοινότητες –ή που τουλάχιστον δεν τα σκοτώνουν στις ίδιες υψηλές αναλογίες– είναι μια αντεστραμμένη εκδοχή του ίδιου πατριαρχικού συστήματος στο οποίο οι γυναίκες απλώς χάνουν την ανθρώπινη υπόστασή τους και μετατρέπονται σε εμπόρευμα που μπορεί να αγοραστεί, να πωληθεί, να χρησιμοποιηθεί και να πεταχτεί.
Στις θυγατέρες στα φτωχότερα σπίτια επιτρέπεται να ζήσουν, επειδή σαν παιδιά μπορούν να τεθούν στην οικονομική δουλεία της οικογένειάς τους. Οι φτωχές οικογένειες χρησιμοποιούν τις κόρες τους για την καθαριότητα, το μαγείρεμα, για να φέρνουν καύσιμα και νερό και για να βγάζουν εισόδημα για την οικογένεια.
Εκατομμύρια κορίτσια νοικιάζονται η πωλούνται από τις οικογένειές τους για να εργαστούν ως οικιακές βοηθοί σε αστικές περιοχές, ως εργάτριες στα χωράφια και σε εργοστάσια και στη βιομηχανία του σεξ. Μια άλλη ευημερούσα «επιχείρηση» είναι να πωλούνται χιλιάδες κορίτσια ως «νύφες» μέσω ενός δικτύου πρακτόρων σε πλουσιότερες πολιτείες που έχουν χαμηλές αναλογίες φύλων.
Αυτά τα κορίτσια κρατούνται σαν σκλάβες, για σεξουαλική κακοποίηση, για να γεννούν παιδιά και υπόκεινται σε κακομεταχείρηση και εκμετάλλευση από όλους τους άντρες του σπιτιού πριν ξαναπωληθούν σαν «νύφες» σε κάποια άλλη οικογένεια. Στο Χαϊντεραμπάντ υπάρχει μια ανθούσα βιομηχανία όπου πλούσιοι παιδόφιλοι από τις χώρες του Κόλπου πληρώνουν αδρά τις φτωχές μουσουλμανικές οικογένειες για να κανονίσουν έναν προσωρινό «γάμο» με τις ανήλικές του κόρες, τις οποίες έχουν σαν σκλάβες, τις κακοποιούν και τις χωρίζουν πριν επιστρέψουν στις χώρες τους. Ακμάζουν επίσης και τα δίκτυα τράφικινγκ βρεφών, που συχνά λειτουργούν εκτός των κρατικών ορφανοτροφείων, όπου τα μωρά, όλα κορίτσια, μπορούν να αγοραστούν με μόλις 5.000 ρουπίες (περίπου 60 στερλίνες) από φτωχές αγροτικές κοινότητες.
Επιπλέον, υπάρχουν πολυάριθμες φυλετικές κοινότητες όπως η Μπέντια, η Μπανκάντα, Καντζάρ, Σάνσι και Νουτ όπου παραδοσιακά το σεξ τράφικινγκ θυγατέρων και αδελφών είναι η κύρια πηγή εισοδήματος των οικογενειών και θεωρείται «οικογενειακή επιχείρηση». Είναι επίσης γνωστό ότι οι κοινότητες αυτές βγάζουν σε δημοπρασία την παρθενιά των θυγατέρων τους από την ηλικία των 10 ετών για μεγάλα ποσά. Η ΑΦΠ από την απογραφή πληθυσμού του 2011 για τον πληθυσμό της Μπέντια δείχνει μια ενδιαφέρουσα ανωμαλία. Ενώ οι φυλετικές κοινότητες γενικά έχουν μία φυσιολογική ΑΦΠ περίπου 950, τα στοιχεία της απογραφής δείχνουν την κοινότητα Μπέντια με ΑΦΠ 1276, το οποίο είναι αφύσικα υψηλό. Έρευνες αποκαλύπτουν ότι οι φυλετικές κοινότητες όπως η Μπέντια και η Νουτ έχουν διαπολιτειακά δίκτυα τράφικινγκ κοριτσιών, τα οποία υιοθετούν και μεγαλώνουν σαν δικές τους «κόρες» προετοιμάζοντάς τις για την «οικογενειακή επιχείρηση» δίνοντάς τους ενέσιμες ορμόνες ώστε να αναπτυχθούν σεξουαλικά μέχρι την ηλικία των επτά και οκτώ ετών.
Παρ’ όλο που η καμπάνια «Σώστε τα Κορίτσια, Μορφώστε τα Κορίτσια» έχει καλή χρηματοδότηση, η έμφαση που δίνει στη ρητορική αντί στα στρατηγικά και καλά μελετημένα πρότζεκτ θέτει σε αμφισβήτηση τη δυνατότητά της να πετύχει τους σκοπούς της.
Η κοινή λογική λέει ότι πρέπει να εστιαστεί στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις όπου τα δημογραφικά στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει η χειρότερη ΑΦΠ. Όμως η καμπάνια εστιάζει στα αγροτικά και στα φτωχότερα διαμερίσματα και όχι τις πιο ισχυρές τάξεις, φοβούμενη το πολιτικό κόστος.
Ένα δημοφιλές αγροτικό πρότζεκτ που έχει χρηματοδοτηθεί πλούσια από αυτή την καμπάνια είναι το φύτεμα δέντρων με την γέννηση μιας κόρης. Η λογική που βρίσκεται πίσω από το φύτεμα των δέντρων είναι ότι οι πατεράδες κοριτσιών θα μπορούν να έχουν συγκομιδή από αυτά τα δέντρα για να πληρώσουν για την προίκα. Η ενθάρρυνση του εθίμου της προίκας, του βασικού παράγοντα που συμβάλλει στην γενοκτονία των γυναικών, αντιτίθεται με τους σκοπούς της καμπάνιας.
Δύο από τα πιο σημαντικά και πιθανόν αποτελεσματικά πρότζεκτ που προτάθηκαν στο ξεκίνημα της καμπάνιας, δυστυχώς δεν έχουν ακόμα «τρέξει» και θα πρέπει να εφαρμοστούν. Ένα από αυτά είναι να στηθούν δημόσια πίνακες που θα αναφέρουν την ΑΦΠ της κάθε γειτονιάς σε μηνιαία βάση, αναγκάζοντας έτσι τα μέλη των κοινοτήτων να προσέχουν και να είναι υπόλογοι. Αυτά θα πρέπει να στηθούν σε αστικές περιοχές που κατοικούνται από την μέση και ανώτερη τάξη σε συντονισμό με την αστυνομία και νομικές κυψέλες ώστε να υπάρξει αποτελεσματική δράση.
Το δεύτερο συνιστώμενο πρότζεκτ που πρέπει να εφαρμοστεί είναι η υποχρεωτική καταγραφή όλων των γεννήσεων και θανάτων κοριτσιών. Επιπλέον, πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα υποχρεωτικής παρακολούθησης όλων των κοριτσιών μέχρι την ηλικία των 15, καθώς το 95% αυτών σκοτώνονται μεταξύ των ηλικιών 1-6. Λιγότερα από 1 εκατομμύριο κορίτσια εξοντώθηκαν μέσω της επιλογής φύλου και/ή σκοτώθηκαν ως βρέφη μετά τη γέννηση και μέχρι την ηλικία του ενός έτους. Αλλά μέχρι την ηλικία των έξι, αυτός ο αριθμός αυξήθηκε με αποτέλεσμα να εξολοθρευθούν 7 εκατομμύρια κορίτσια.
Η εφαρμογή αυτών των δύο πρότζεκτ πρέπει να είναι η υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα της καμπάνιας.
(1) Σάτι: η παραδοσιακή ινδουιστική πρακτική του να θυσιάζεται η χήρα κάποιου κατά την αποτέφρωση του νεκρού.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Open Democracy, στις 2 Αυγούστου 2016.
Για τη συγγραφέα
H Rita Banerji είναι συγγραφέας, φωτογράφος και ακτιβίστρια σε ζητήματα ισότητας των φύλων. Το βιβλίο της ‘Sex and Power: Defining History, Shaping Societies’ είναι μια ιστορική μελέτη της σχέσης μεταξύ φύλου, σεξουαλικότητας και εξουσίας στην Ινδία. Είναι ιδρύτρια και επικεφαλής της καμπάνιας “The 50 Million Missing”, μιας παγκόσμιας καμπάνιας για να σταματήσει η γενοκτονία των γυναικών στην Ινδία.