Πολλές παγκόσμιες επιχειρήσεις θα πρέπει σύντομα να αστυνομεύσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους, καθώς ο νόμος της ΕΕ για τη “δέουσα επιμέλεια” όσον αφορά τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πλησιάζει προς ψήφιση.
Των Rachel Chambers και David Birchall
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world,gr
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα απαιτήσει σύντομα από χιλιάδες μεγάλες εταιρείες να εντοπίσουν με τρόπο ενεργό και να μειώσουν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις περιβαλλοντικές ζημιές στις αλυσίδες εφοδιασμού τους.
Και παρόλο που πρόκειται για νόμο της ΕΕ θα καλύπτει και τις ξένες επιχειρήσεις που έχουν δραστηριότητες στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένων των αμερικανικών επιχειρήσεων.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε σχέδιο των νέων κανόνων τον Ιούνιο του 2023 και τώρα τα κράτη μέλη της ΕΕ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα διαπραγματευτούν για την οριστικοποίηση του νόμου, ο οποίος αναμένεται να αρχίσει να εφαρμόζεται σταδιακά σε λίγα χρόνια από τώρα.
Αντικείμενό μας είναι οι επιπτώσεις που έχουν στις επιχειρήσεις οι νόμοι που αφορούν την επίσημη ενημέρωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δέουσα επιμέλεια.
Στο παρελθόν, οι κυβερνήσεις ζητούσαν γενικά από τις εταιρείες να συμμορφώνονται απλώς εθελοντικά με τις προσπάθειες για την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο νόμος της ΕΕ θα είναι η μεγαλύτερη προσπάθεια να επιβληθεί νομικά αυτή η συμμόρφωση, γεγονός που θα έχει σημαντικές συνέπειες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο.
Ανθρώπινα δικαιώματα και μεγάλες επιχειρήσεις
Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι εκείνα τα θεμελιώδη δικαιώματα που όλα τα άτομα κατέχουν απλώς και μόνο επειδή είναι άνθρωποι, όπως τα δικαιώματα στη ζωή και την ελευθερία της σκέψης.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν κεντρικές παραμέτρους σε νόμους που περιορίζουν το τι μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις – για παράδειγμα, υποχρεώνοντάς τις να μη βασανίζουν ανθρώπους.
Όλο και περισσότερο, όμως, εμπεριέχονται και στους κανονισμούς των επιχειρήσεων, επειδή οι ισχυρές εταιρείες μπορούν να έχουν σοβαρό αντίκτυπο στα ανθρώπινα δικαιώματα των ατόμων.
Οι επιχειρήσεις έχουν μακρά ιστορία παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από τον καθοριστικό ρόλο της British East India Co. στο δουλεμπόριο και τη συνενοχή της IBM στο Ολοκαύτωμα μέχρι τις πιο πρόσφατες θανατηφόρες περιβαλλοντικές καταστροφές που αφορούν εταιρείες πετρελαίου και εξόρυξης.
Πιο σύγχρονα παραδείγματα είναι τα παιδιά στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό που εξορύσσουν κοβάλτιο για κινητά τηλέφωνα ή η καταναγκαστική εργασία που χρησιμοποιείται στην παραγωγή βαμβακιού στην έντονα μουσουλμανική περιοχή Xinjiang της Κίνας.
Το 2011, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών έκανε ένα βήμα προς την κατεύθυνση της αστυνόμευσης αυτών των καταχρήσεων, υιοθετώντας ομόφωνα “κατευθυντήριες αρχές” για τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Οι αρχές αυτές καλούν τις κυβερνήσεις να υποχρεώνουν τις εταιρείες που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα όπου κι αν δραστηριοποιούνται. Μια τέτοια προσέγγιση έρχεται σε αντίθεση με τα πιο συνηθισμένα εθελοντικά πρότυπα, όπως οι κώδικες δεοντολογίας των προμηθευτών, οι οποίοι, σύμφωνα με ορισμένους παρατηρητές, είναι αναποτελεσματικοί.
Το 2017, η Γαλλία έγινε η πρώτη χώρα που όντως επέβαλε στις εταιρείες να ελέγχουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο νόμος της ΕΕ για τη δέουσα επιμέλεια ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, που συντάχθηκε για πρώτη φορά το 2022, βασίζεται στη γαλλική εκδοχή, αλλά προχωρά μερικά βήματα παραπέρα.
Κάνοντας πράξη τη δέουσα επιμέλεια
Η δέουσα επιμέλεια ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι μια διαδικασία με την οποία οι εταιρείες οφείλουν να χαρτογραφήσουν, να κατανοήσουν και να αντιμετωπίσουν όλες τις πιθανές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων τους.
Ο όρος “δέουσα επιμέλεια” προέρχεται από την κοινή επιχειρηματική πρακτική της χρηματοοικονομικής επιμέλειας, κατά την οποία διερευνώνται οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι πριν από κάθε μεγάλη επένδυση.
Έτσι, όπως ακριβώς οι επιχειρήσεις αξιολογούν τους οικονομικούς κινδύνους, οι υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποστηρίζουν ότι οι εταιρείες θα πρέπει να καταβάλλουν παρόμοια προσπάθεια για τη διερεύνηση του κινδύνου μια δραστηριότητα να παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα κάποιου.
Ο νόμος της ΕΕ θα επιβάλλει σε όλες τις μεγάλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο μπλοκ να επιδεικνύουν τη δέουσα επιμέλεια για τα ανθρώπινα δικαιώματα μεταξύ των προμηθευτών τους –για παράδειγμα, διασφαλίζοντας ότι δεν εμπλέκεται παιδική ή καταναγκαστική εργασία– αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο τα προϊόντα τους χρησιμοποιούνται από τους καταναλωτές – όπως όταν ένα κομμάτι τεχνολογίας χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση των πολιτών.
Ο νόμος θα καλύπτει τα περισσότερα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των εργασιακών και περιβαλλοντικών δικαιωμάτων, στο παρελθόν ή στο παρόν.
Στην πράξη, αυτό θα σήμαινε ότι οι εταιρείες θα έπρεπε να χαρτογραφήσουν τυχόν επιβλαβείς επιπτώσεις που έχουν συμβεί ή θα μπορούσαν να συμβούν και να αναλάβουν δράση για την αποκατάσταση ή την πρόληψή τους.
Οι κανόνες θα περιλαμβάνουν επίσης διατάξεις για την επιβολή και τις κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση μέσω προστίμων και άλλων μέτρων. Και τα θύματα της κατάχρησης θα μπορούν να ζητήσουν αποζημίωση.
Στην τρέχουσα μορφή του, ο νόμος θα καλύπτει εταιρείες της ΕΕ, με τουλάχιστον 500 εργαζόμενους και 150 εκατομμύρια ευρώ (162 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) καθαρά έσοδα, αλλά τα όρια αυτά μειώνονται σε 250 εργαζόμενους και 40 εκατομμύρια ευρώ (44,5 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) σε τομείς με υψηλότερο κίνδυνο κατάχρησης, όπως η ένδυση, η υπόδηση και η γεωργία.
Οι μη ευρωπαϊκές εταιρείες πρέπει να συμμορφωθούν εάν έχουν έσοδα στην ΕΕ που πληρούν αυτά τα κατώτατα όρια.
Υπολογίζεται ότι 13.000 εταιρείες της ΕΕ και 4.000 εταιρείες που εδρεύουν εκτός Ευρώπης – συμπεριλαμβανομένων γνωστών ονομάτων όπως η Apple, η Amazon και η Nike – θα υπόκεινται στο νόμο.
Εάν λειτουργήσει όπως προβλέπεται, ο νόμος της ΕΕ θα μπορούσε να μεταμορφώσει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων και της ελευθερίας του λόγου των εργαζομένων, σε όλο τον κόσμο.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση μελετητών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο νόμος θα μπορούσε να είναι “ιδιαίτερα πολύτιμος στο πλαίσιο των διακρατικών αλυσίδων εφοδιασμού, όπου ο κατακερματισμένος χαρακτήρας της παραγωγής παρουσιάζει εδώ και καιρό τρομερά νομικά και πρακτικά εμπόδια στις προσπάθειες για την εξασφάλιση μεγαλύτερης εταιρικής λογοδοσίας για παραβιάσεις των εργασιακών δικαιωμάτων και κακές συνθήκες εργασίας“.
Κακό για τις επιχειρήσεις;
Ενώ πολλές εταιρείες έχουν ήδη υποστηρίξει τους υποχρεωτικούς κανόνες δέουσας επιμέλειας, άλλες ανησυχούν ότι αυτού του είδους η κυβερνητική εντολή θα ήταν υπερβολικά επαχθής. Ένας πλήρης χάρτης των κινδύνων στην αλυσίδα μιας εταιρείας – από τις πρώτες ύλες έως τους καταναλωτές – είναι δύσκολο να καταρτιστεί όταν οι προμηθευτές είναι ξεχωριστές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην άλλη άκρη του κόσμου και οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού είναι συχνά μεγάλες και πολύπλοκες.
Ορισμένες εταιρείες αντιστέκονται επίσης σθεναρά στην ιδέα να θεωρηθούν υπεύθυνες για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που λαμβάνουν χώρα στις αλυσίδες εφοδιασμού τους στο εξωτερικό.
Ώριμη για τους κανόνες των ΗΠΑ
Για το λόγο αυτό, οι ΗΠΑ έχουν μέχρι στιγμής προτιμήσει εθελοντικούς κανόνες όταν πρόκειται να πιέσουν τις εταιρείες να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό όμως αρχίζει σιγά σιγά να αλλάζει.
Το 2012, η Καλιφόρνια εφάρμοσε τον νόμο περί διαφάνειας της αλυσίδας εφοδιασμού, ο οποίος απαιτεί από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην πολιτεία να γνωστοποιούν τις “προσπάθειές τους για την εξάλειψη της εμπορίας ανθρώπων και της δουλείας” στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού τους. Και το 2021, το Κογκρέσο ψήφισε τον νόμο περί πρόληψης της καταναγκαστικής εργασίας των Ουιγούρων, ο οποίος απαγορεύει την εισαγωγή αγαθών που εξορύσσονται, παράγονται ή κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στην αυτόνομη περιοχή Xinjiang Uyghur της Κίνας – την πατρίδα του λαού των Ουιγούρων, οι οποίοι από το 2017 υφίστανται ένα έντονο πρόγραμμα κρατικής καταστολής.
Μεταξύ αυτών των κανόνων αναπτύσσεται μια σαφής τάση για την αύξηση του αριθμού των αμερικανικών εταιρειών που υποχρεούνται να εφαρμόζουν κάποια μορφή δέουσας επιμέλειας για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όμως αυτοί οι κανόνες, σε αντίθεση με την αναπτυσσόμενη ευρωπαϊκή προσέγγιση, είναι πολύ στενά προσαρμοσμένοι και δεν απαιτούν από τις εταιρείες να αναλαμβάνουν συστηματικά τη δέουσα επιμέλεια.
Ως αποτέλεσμα, οι αμερικανικές εταιρείες που θα υπόκεινται στους κανόνες της ΕΕ θα έχουν να αντιμετωπίσουν ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι πολλών εγχώριων ανταγωνιστών τους.
Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι ίσως έχει έρθει η ώρα για το Κογκρέσο να εξετάσει τον δικό του πιο ολοκληρωμένο νόμο για τη δέουσα επιμέλεια ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο οποίος θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στο θέμα και να έχουν μεγαλύτερο λόγο σε αυτά τα παγκόσμια πρότυπα. Πιστεύουμε ότι μια τέτοια κίνηση θα αποτελούσε επίσης σημαντικό όφελος για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των περιθωριοποιημένων ομάδων σε όλο τον κόσμο.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Conversation.
Για τους συγγραφείς
Η Rachel Chambers είναι Επίκουρη καθηγήτρια επιχειρηματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ.
Ο David Birchall είναι Λέκτορας Νομικής στο South Bank University του Λονδίνου.
Διαβάστε επίσης:
Κονγκό: Για τη βία των μεταλλευμάτων και την παγκόσμια σιωπή
Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες 2022: Η Κίνα αντιμέτωπη με τις καταγγελίες για γενοκτονία των Ουιγούρων