Teun A. van Dijk: Ο ρατσισμός δεν είναι έμφυτος, μαθαίνεται κοινωνικά

O Teun van Dijk είναι ένας από τους πιο δραστήριους ερευνητές στον τομέα της κριτικής ανάλυσης λόγου και της κοινωνιοψυχολογικής προσέγγισης των γλωσσικών διεργασιών. Σε συνέντευξή του στο ηλεκτρονικό περιοδικό Illiberalism, μιλά για τον τρόπο με τον οποίο η μελέτη του λόγου μπορεί να φωτίσει την κατανόησή μας για τον ρατσισμό, την ακροδεξιά και τα αντιδραστικά ρεύματα που εκδηλώνονται μέσα στην κοινωνία.


Συνέντευξη στη συντακική ομάδα του Illiberalism

Παρουσίαση-μεταγραφή: Συντακτική ομάδα pass-world.gr


Ο Teun van Dijk έχει αφιερώσει το έργο του στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ο λόγος συμβάλλει στην κατασκευή των «καλών» και «κακών» εντός της κοινωνίας, των «ημέτερων» και «εχθρών», των «εαυτών» και «άλλων» – ή όπως κωδικά λέγεται στην κοινωνική ψυχολογία, των αντιμαχόμενων δυναμικών μεταξύ ενδο-ομάδων και έξω-ομάδων.  

Έτσι, μαζί με άλλους επιφανείς ερευνητές της κριτικής ανάλυσης λόγου, όπως η Ruth Wodak και ο Norman Fairclough, μελετά τις διασταυρώσεις του ρατσισμού, της ιδεολογίας και της γλώσσας (γραπτής και προφορικής), όπως αυτές ενσαρκώνονται σε φαινόμενα φυλετικών προκαταλήψεων, αντισημιτισμού και ακροδεξιάς ρητορικής.

«Φυσικά, ως αναλυτής λόγου, ενδιαφέρομαι πρώτα απ’ όλα για τις πολύπλοκες δομές του κειμένου και της ομιλίας. Έτσι, πολλά από τα άρθρα και τα βιβλία μου αφορούν τις δομές των ρατσιστικών ειδήσεων στον Τύπο, τον πολιτικό λόγο, τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις, αλλά και στα εγχειρίδια κοινωνικών επιστημών και την καθημερινή συζήτηση», αναφέρει, παρουσιάζοντας τη δουλειά του, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί ήδη από τη δεκαετία του 1980 και μετά.

Πράγματι, μεγάλο μέρος της δουλειάς του van Dijk αφορά των ρόλο που διαδραματίζουν οι «συμβολικές ελίτ», δηλαδή οι πολιτικοί, οι θεσμικοί αξιωματούχοι, τα ΜΜΕ, στη διαμόρφωση προκαταλήψεων, μέσα από την χρήση συγκεκριμένων ρητορικών σχημάτων και θεματικών, αλλά και μέσα από την κινητοποίηση συγκεκριμένων κοινωνιογνωστικών μηχανισμών.

Ενδιαφέρεται, λοιπόν, ιδιαίτερα, για τους ρητορικούς τρόπους, τα σχήματα λόγου, τα υπονοούμενα, τις μεταφορές, την επιχειρηματολογία, την αφήγηση, τις λεξιλογικές επιλογές και το ύφος, μέσα από τα οποία κατασκευάζονται ιδεολογικά πολωμένες εικόνες «μεταξύ του καλού Εμείς εναντίον του κακού Αυτοί», όπως λέει.

Bogomil Mihaylov/Unsplash

«Αυτές οι δομές του λόγου βασίζονται σε γνωστικές δομές, όπως αυτές της γνώσης, των στάσεων, των ιδεολογιών, των κανόνων και των αξιών», εξηγεί ο ίδιος. Βασίζονται, επομένως, σε μηχανισμούς κοινωνικής μάθησης και σκέψης.

Οι συγκεκριμένες γνωστικές δομές βρίσκονται σε άρρηκτη σύνδεση με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, τα περιεχόμενα και τα συμβολικά μοτίβα που κυριαρχούν στην καθημερινότητα των ανθρώπων.

«Η θέση μου είναι ότι η ρατσιστική προκατάληψη δεν είναι έμφυτη, αλλά προϊόν μάθησης. Και ότι μαθαίνεται σε μεγάλο βαθμό μέσω των πολλών λόγων της καθημερινής ζωής, όπως οι οικογενειακές συζητήσεις, η τηλεόραση, οι εφημερίδες, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα σχολικά βιβλία κ.λπ», σημειώνει.

«Αυτές οι μορφές δημόσιου λόγου ελέγχονται από τις “συμβολικές ελίτ”, οι φορείς και οι οργανώσεις των οποίων έχουν προνομιακή πρόσβαση στο δημόσιο λόγο, ιδίως στην πολιτική, τα μέσα ενημέρωσης και την εκπαίδευση. Αυτό ισχύει για τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους και τους εκπαιδευτικούς/καθηγητές. Σήμερα, το ίδιο ισχύει και για τις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίες αντλούν τις περισσότερες ιδέες τους από αυτές τις ισχυρές μορφές δημόσιου λόγου», συμπληρώνει.

«Επιπλέον, ο ρατσισμός είναι μια μορφή συστημικής κατάχρησης εξουσίας, οπότε ο βασικός ρόλος του λόγου είναι η αναπαραγωγή αυτού του συστήματος κυριαρχίας», τονίζει ο van Dijk.

Ο λαϊκισμός δεν είναι ιδεολογία

Ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα σημεία της συνέντευξης του van Dijk είναι η αναφορά του στο ζήτημα του λαϊκισμού και το επιχείρημά του ότι δεν πρόκειται για μια ιδεολογία.

Αναφερόμενος σε μελετητές, όπως ο Κας Μούντε, που περιγράφει τον λαϊκισμό ως «ιδεολογία ισχνού πυρήνα» [thin ideology], o van Dijk σημειώνει: «ισχυρίζονται ότι ο λαϊκισμός ως “ιδεολογία ισχνού πυρήνα” μπορεί να συνδυαστεί με άλλες ιδεολογίες, όπως ο εθνικισμός και ο ρατσισμός (νατιβισμός) στη Δεξιά και ο εθνικισμός και ο σοσιαλισμός στην Αριστερά (π.χ. στη Λατινική Αμερική)».

«Ωστόσο, τέτοιοι συνδυασμοί δεν έχουν νόημα, επειδή οι υποκείμενες ιδεολογικές δομές, όπως οι κανόνες και οι αξίες, είναι ασύμβατες. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί κανείς να συνδυάσει τον λαϊκισμό με τη Δεξιά ή την Αριστερά είναι μέσω συγκρίσιμων δομών και στρατηγικών λόγου, όπως η πόλωση μεταξύ του (καλού, αγνού κ.λπ.) λαού έναντι της (κακής, διεφθαρμένης κ.λπ.) ελίτ. Ανάλογα με το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, αυτός ο Λαός και οι Ελίτ μπορούν να οριστούν και να περιγραφούν με διαφορετικούς τρόπους», αναφέρει.

«Όπως συνέβη και με την αντισημιτική επίρριψη ευθυνών στους Εβραίους. Με άλλα λόγια, πρόκειται για γνωστές δομές και στρατηγικές του λόγου και τίποτα το ιδιαίτερο που αφορά αποκλειστικά τον λαϊκιστικό λόγο», τονίζει.

«Ο λαϊκισμός δεν είναι μια ιδεολογία, δεν είναι μια κοινωνικοπολιτική δομή και δεν είναι ένα νέο είδος λόγου. Έτσι, ένα μεγάλο μέρος του θορύβου και της συζήτησης για τον λαϊκισμό είναι απλώς θόρυβος. Συχνά, χρησιμοποιείται (λανθασμένα) για να περιγράψει τη Ριζοσπαστική ή την Άκρα Δεξιά, αλλά όποιες λαϊκιστικές δομές λόγου και αν χρησιμοποιούν, οι πραγματικές τους ιδεολογίες είναι συνδυασμοί ή συστάδες ιδεολογιών, όπως ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η πατριαρχία (machismo), ο καθολικισμός κ.λπ.», προσθέτει.

«Εκτός από τα συνολικά πολωμένα νοήματα (θέματα) του (καλού) λαού έναντι των (κακών) ελίτ, ο λαϊκιστικός λόγος μπορεί επιπλέον να χαρακτηρίζεται από διάφορες πτυχές του ύφους και της ρητορικής, όπως η αγένεια, οι υπερβολές, ή συγκεκριμένες μεταφορές, για παράδειγμα ως παραβιάσεις των κοινοβουλευτικών κωδίκων», επισημαίνει.

Glen Carrie/Unsplash

«Πολλές από τις έννοιες που χρησιμοποιούνται στην πολιτική φιλοσοφία και τη συζήτηση δεν είναι ιδεολογίες αλλά ιδεολογικές συστάδες ενός συνεκτικού “συνασπισμού” ιδεολογιών, ή πολιτικές διαμορφώσεις (κομμάτων και οργανώσεων) κατά μήκος της πολιτικής γραμμής Αριστερά vs. Δεξιά», σημειώνει.

«Η ριζοσπαστική, αντιδραστική ή ανελεύθερη Δεξιά δεν έχει μόνο μία ιδεολογία, αλλά μια συλλογή ή ένα σύμπλεγμα ιδεολογιών, όπως ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η πατριαρχία (και ο αντιφεμινισμός), ο νεοφιλελευθερισμός κ.λπ», αναφέρει ο van Dijk.

«Τέτοιοι συνδυασμοί ή συστάδες ορίζονται από κοινές ιδεολογικές κατηγορίες, όπως οι νόρμες ή οι αξίες, όπως η τάξη και η εξουσία των ιδεολογιών της Ριζοσπαστικής Δεξιάς. Το ίδιο ισχύει και για τη Φιλελεύθερη Αριστερά και τις ιδεολογίες της (σοσιαλισμός, φεμινισμός, κ.λπ.) – όπως ο συνασπισμός Ουράνιο Τόξο – και τις κοινές αξίες της ισότητας και της δικαιοσύνης. Κάποιες αξίες, όπως η Ελευθερία, μπορεί να ορίζονται διαφορετικά στις ιδεολογικές συστάδες της Αριστεράς έναντι της Δεξιάς (όπως η Ακαδημαϊκή Ελευθερία έναντι της Ελευθερίας της Αγοράς)», συμπληρώνει.

«Επίσης, σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν υπάρχει ανάγκη για έννοιες όπως λαϊκιστικά κόμματα, ιδέες, ιδεολογίες ή συμπεριφορές. Όλες οι έννοιες μπορούν να περιγραφούν με πιο σαφείς όρους: (i) πολιτικών δομών (κόμματα στο συνεχές Αριστερά-Δεξιά), (ii) κοινωνικών δομών (ιδεολογικές ομάδες και κινήματα), (iii) κοινωνικογνωστικών δομών ιδεολογιών και στάσεων και προσωπικών δομών νοητικών μοντέλων, και (iv) σε βασικό επίπεδο, πολυτροπικών δομών (δια)δράσης, ιδίως εκείνων του λόγου», καταλήγει ο ίδιος.

Διαβάστε όλη τη συνέντευξη στο Illiberalism.

Διαβάστε επίσης:

Ρουθ Γουόντακ: Για την κανονικοποίηση της προσβλητικότητας στην ακροδεξιά ρητορική

«Λαϊκισμός» και «Αντιλαϊκισμός» στον καθρέφτη του Ατλαντικού